- θεραπευσία
- θεραπευσία, ἡ (Α)ιατρική περίθαλψη.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού μεταρρηματικού παρ. θεράπευσις κατά τα παρ. σε -σία, πρβλ. σημα-σία (< σημαίνω)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
θεραπευσία — θεραπευσίᾱ , θεραπευσία fem nom/voc/acc dual θεραπευσίᾱ , θεραπευσία fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)